- συγκαθίζω
- ΝΑ [καθίζω]νεοελλ.(διαλ.) χορεύω υψώνοντας το ένα ή και τα δύο χέρια και συγχρόνως κροταλώντας τον αντίχειρα με το μεσαίο δάκτυλο και λυγίζοντας και τα δύο πόδια κατά τον ρυθμό τής μουσικήςαρχ.1. βάζω κάποιον να καθήσει κοντά σε άλλον ή άλλους2. (αμτβ.) α) κάθομαι κοντά σε άλλον ή άλλουςβ) (για ζώο) κάθομαι λυγίζοντας τα πίσω πόδια μου («ὁ δ' ἐλέφας... συγκαθίζει καὶ κάμπτει τὰ σκέλη», Αριστοτ.)γ) (για πρόσ.) χαμηλώνω, γονατίζω, σκύβω3. μέσ. συγκαθίζομαισυνεδριάζω («ἐπεὶ δὲ συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον», Ξεν.)4. φρ. «σῶμα συγκεκαθικός» — κυρτωμένο σώμα.
Dictionary of Greek. 2013.